- αυτοεξορίζομαι
- добровольно покидать постоянное место жительства; добровольно эмигрировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοεξορίζομαι — φεύγω από την πατρίδα μου ή δεν επιστρέφω σ αυτήν ενώ βρίσκομαι στο εξωτερικό και αντιμετωπίζω τα προβλήματα και τις δυσκολίες που έχουν οι εξόριστοι … Dictionary of Greek
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek